- οἰκοσιτία
- οἰκο-σῑτία, ἡ,A living at one's own expense, Poll.6.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκοσιτία — οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία living at one s own expense fem nom/voc/acc dual οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία living at one s own expense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοσιτία — οἰκοσιτία, ἡ (Α) [οικόσιτος] το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα … Dictionary of Greek
μιαροσιτία — μιαροσιτία, ἡ (Α) μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)] … Dictionary of Greek